γεροντάματα

γεροντάματα
τα см. γεράματα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γεροντάματα" в других словарях:

  • γεροντάματα — τα τα γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με συμφυρμό τών γέροντας και γεράματα] …   Dictionary of Greek

  • γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • καταξίωση — η (Α καταξίωσις) [καταξιώ] νεοελλ. η αναγνώριση τής αξίας κάποιου, η δικαίωση («στα γεροντάματα πέτυχε την καταξίωση που περίμενε σε όλη του τη ζωή») αρχ. η υπόληψη, ο σεβασμός, η εκτίμηση προς κάποιον …   Dictionary of Greek

  • τρικυμία — η, ΝΜΑ, και τρικυμιά Ν μεγάλη θαλασσοταραχή, φουρτούνα νεοελλ. μτφ. 1. πνευματική, ψυχική ταραχή («σ εκείνη την τρικυμιά, που μ άνοιξε το μνήμα», Σολωμ.) 2. δυσμενής περίσταση, ταλαιπωρία («πέρασε πολλές τρικυμίες στα γεροντάματα») αρχ. 1. πολύ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»